τερατώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />extraordinaire, prodigieux.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />extraordinaire, prodigieux.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες /[[τερατώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τέρας]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[τέρας]], [[τερατοειδής]], [[υπερφυσικός]] («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]] που αντιβαίνει στους νόμους της φύσης, μη [[φυσιολογικός]], [[τερατόμορφος]], [[δύσμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αισχρός]], [[ανήθικος]], [[αποτροπιαστικός]], [[αηδιαστικός]] (α. «τερατώδες [[ψέμα]]» β. «τερατώδες [[έγκλημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τερατῶδες</i><br />η [[τερατωδία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τερατώδη ζῴδια» — τα ζώδια τών Ιχθύων, του Σκορπιού, του Καρκίνου και του Αιγόκερου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τερατωδώς]] / <i>τερατωδῶς</i> ΝΜΑ<br />με τερατώδη τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />αντίθετα [[προς]] τους νόμους της φύσης.
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτώδης Medium diacritics: τερατώδης Low diacritics: τερατώδης Capitals: ΤΕΡΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: teratṓdēs Transliteration B: teratōdēs Transliteration C: teratodis Beta Code: teratw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A portentous, prodigious, Ar.Nu.364; σοφία τ. X. Ep.1; also of men, τ. εἰς σοφίαν Pl.Euthd.296e; τὸ τερατῶδες Arist. Po.1453b9; τ. ἀναπλασμοί Metrod.Herc.831.5, cf. Jul.Or.7.206c.    II monstrous, of strange births (τέρας 11.2), Arist.GA772a36, al., Sor. 2.55; τὰ τ. Phld.Sign.7; τ. ζῴδια, viz. Pisces, Cancer, Scorpio, Capricorn, Cat.Cod.Astr.1.166: Sup., -ωδεστάτη ὄψις Ph.2.99, cf. Phld. Mort.38. Adv. -δῶς, opp. κατὰ φύσιν, Arist.HA496b18, cf. D.S.1.26.

German (Pape)

[Seite 1093] ες, einem Wunder od. einem Vorzeichen ähnlich, wunderbar od. bedeutungsvoll; Ar. Nubb. 363; ἄνθρωποι εἰς σοφίαν τερατώδεις, Plat. Euthyd. 296 e; τὸ τερ., Arist. poet. 14; τὰ τερατώδη καὶ τραγικά, Plut. Thes. 1.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τέρας, προμηνύων τι, θαυμάσιος, μέγας, ὦ γῆ, τοῦ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες Ἀριστοφ. Νεφέλ. 364· σοφία τ. Ξεν. Ἐπιστ. 1. 8· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, οὕτως εἰς σοφίαν τερατώδεσιν ἀνθρώποις Πλάτ. Εὐθύδ. 296Ε· τὸ τερατῶδες Ἀριστ. Ποιητ. 14. 4. ΙΙ. ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα παρὰ φύσιν, ἔκτρωμα, (τέρας ΙΙ. 2), ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 5, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἀντίθετον τῷ κατὰ φύσιν, αὐτόθι 1. 17. 9.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
extraordinaire, prodigieux.
Étymologie: τέρας, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες /τερατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέρας, -ατος]
1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.)
2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους της φύσης, μη φυσιολογικός, τερατόμορφος, δύσμορφος
νεοελλ.
μτφ. αισχρός, ανήθικος, αποτροπιαστικός, αηδιαστικός (α. «τερατώδες ψέμα» β. «τερατώδες έγκλημα»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερατῶδες
η τερατωδία
2. φρ. «τερατώδη ζῴδια» — τα ζώδια τών Ιχθύων, του Σκορπιού, του Καρκίνου και του Αιγόκερου.
επίρρ...
τερατωδώς / τερατωδῶς ΝΜΑ
με τερατώδη τρόπο
αρχ.
αντίθετα προς τους νόμους της φύσης.