ὑπέροπτος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />méprisant, fier, dédaigneux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]].
|btext=ος, ον :<br />méprisant, fier, dédaigneux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιφρονήθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που περιφρονεί τους άλλους, [[υπεροπτικός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέροπτον</i> και <i>ὑπέροπτα</i><br />με υπεροπτικό τρόπο<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπέροπτον<br />μέγα καὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], καὶ τὰ ὅμοια». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερόπτως</i> Α<br />με υπεροπτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (Ι) «[[ορατός]]»].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (ΙΙ) «[[ψητός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέροπτος Medium diacritics: ὑπέροπτος Low diacritics: υπέροπτος Capitals: ΥΠΕΡΟΠΤΟΣ
Transliteration A: hypéroptos Transliteration B: hyperoptos Transliteration C: yperoptos Beta Code: u(pe/roptos

English (LSJ)

(A), ον,

   A disdainful, ὀφρύς AP12.186 (Strat.); gloss on ὑπέροφρυς, Hsch.: neut. pl. as Adv., S.OT883 (lyr.). Regul. Adv. -τως Poll.9.147.    II great, excessive, Hsch., cf. Phot., Suid.
ὑπέροπτος (B), ον, (ὀπτάὠ,

   A over-heated, Gal.19.426.

German (Pape)

[Seite 1199] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmüthig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέροπτος: -ον, (ὑπερόψομαι) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια», ἴσως γραπτέον: ὑπέροπλον. ΙΙ. ὑπεροπτικός, καταφρονητικός, ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Θ΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
méprisant, fier, dédaigneux.
Étymologie: ὑπερόψομαι.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. αυτός που περιφρονήθηκε
2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα
με υπεροπτικό τρόπο
4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον
μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια».
επίρρ...
ὑπερόπτως Α
με υπεροπτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (Ι) «ορατός»].———————— (II)
-ον, Α
αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (ΙΙ) «ψητός»].