τερμιόεις: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(Autenrieth) |
(41) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εσσα, εν ([[τέρμις]] = [[πούς]]): reaching to the feet; according to others, [[fringed]], tasselled; [[χιτών]], [[ἀσπίς]], τ 2, Il. 16.803. | |auten=εσσα, εν ([[τέρμις]] = [[πούς]]): reaching to the feet; according to others, [[fringed]], tasselled; [[χιτών]], [[ἀσπίς]], τ 2, Il. 16.803. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τα τέρματα, ώς τα ακρότατα [[σημεία]] (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» — [[ασπίδα]] που καλύπτει όλο το [[σώμα]], από το [[κεφάλι]] [[μέχρι]] τα πόδια, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «χιτὼν [[τερμιόεις]]» — [[χιτώνας]] που σκεπάζει όλο το [[σώμα]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τερμιόεν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον. [[πρέπον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>τερμ</i>-[[ιόεις]] έχει σχηματιστεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], από το ουσ. [[τέρμα]] (<b>πρβλ.</b> [[τεῖχος]]: [[τειχιόεις]]), <b>βλ. λ.</b> [[τειχιόεις]] και -<i>όεις</i>. Κατ' [[άλλη]] όμως [[άποψη]], το επίθ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος [[τέρμις]]<br />[[πούς]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]» με [[επίθημα]] -<i>μι</i>-<i>ς</i> ή -<i>μι</i>-<i>δ</i>-<i>ς</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φῆμις]], [[τράμις]]). Ο τ. [[τέρμις]], με αρχική σημ. «όριο, [[πλαίσιο]], [[μπορντούρα]]», μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή <i>temi</i> «[[ρείθρο]], [[παρυφή]]». Επίσης στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται το παράγωγο σε -<i>Fεντ</i>-: <i>temiwete</i> και με οδοντική [[παρέκταση]] <i>temidwete</i>. Σύμφωνα με την πρώτη, [[ωστόσο]], [[άποψη]] ο τ. [[τέρμις]] έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. [[τερμιόεις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, (τέρμις, if
A = πέζα 11.2) prob. fringed, ἀσπίς Il. 16.803 (prob. read by Zenod. in Il.3.334, v. τερσανόεσσα) χιτών Od.19.242, Hes.Op.537.
German (Pape)
[Seite 1094] εσσα, εν, was bis zu Ende geht; ἀσπὶς τερμιόεσσα, ein Schild, der den ganzen Leib bedeckt, Il. 16, 803; χιτών, ein bis auf die Erde herabreichendes Untergewand, Od. 19, 242, Hes. O. 539, wie ποδήρης, vgl. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τερμιόεις: εσσα, εν, (τέρμα) ὁ ἐκτεινόμενος μέχρι τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, «ποδήρης, ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. ποδήρης, Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν μέχρι τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, πρέπον».
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
qui descend jusqu’aux pieds.
Étymologie: τέρμιος.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (τέρμις = πούς): reaching to the feet; according to others, fringed, tasselled; χιτών, ἀσπίς, τ 2, Il. 16.803.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» — ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ.
β. «χιτὼν τερμιόεις» — χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.)
2. (το ουδ.) τερμιόεν
(κατά τον Ησύχ.) «ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον. πρέπον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τερμ-ιόεις έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, από το ουσ. τέρμα (πρβλ. τεῖχος: τειχιόεις), βλ. λ. τειχιόεις και -όεις. Κατ' άλλη όμως άποψη, το επίθ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος τέρμις
πούς < ρίζα ter- «τρυπώ, διαπερνώ» με επίθημα -μι-ς ή -μι-δ-ς- (πρβλ. φῆμις, τράμις). Ο τ. τέρμις, με αρχική σημ. «όριο, πλαίσιο, μπορντούρα», μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή temi «ρείθρο, παρυφή». Επίσης στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται το παράγωγο σε -Fεντ-: temiwete και με οδοντική παρέκταση temidwete. Σύμφωνα με την πρώτη, ωστόσο, άποψη ο τ. τέρμις έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. τερμιόεις.