χάλκευμα: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />tout ouvrage en airain (chaîne, épée, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />tout ouvrage en airain (chaîne, épée, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[χαλκεύω]]<br />[[καθετί]] το κατασκευασμένο από χαλκό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συκοφαντία]], [[σκευωρία]], [[μηχανορραφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χαλκεύματα</i><br />[[δεσμά]] από χαλκό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything made of brass, e.g. an axe or sword, A.Ch.576. 2 in pl., brazen bonds, Id.Pr.19.
German (Pape)
[Seite 1330] τό, jedes aus Erz oder Kupfer gearbeitete, geschmiedete Geräth; Fessel, δυσλύτοις χαλκεύμασι προσπασσαλεύσω Aesch. Prom. 19; νεκρὸν θήσω, ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι Ch. 569.
Greek (Liddell-Scott)
χάλκευμα: τό, τὸ ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, π. χ. πέλεκυς ἢ ξίφος, Αἰσχύλ. Χο. 576. 2) ἐν τῷ πληθ., δεσμὰ ἐκ χαλκοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
tout ouvrage en airain (chaîne, épée, etc.).
Étymologie: χαλκεύω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ χαλκεύω
καθετί το κατασκευασμένο από χαλκό
νεοελλ.
μτφ. συκοφαντία, σκευωρία, μηχανορραφία
αρχ.
στον πληθ. τὰ χαλκεύματα
δεσμά από χαλκό.