σωσίοικος: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_18) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωσίοικος''': -ον, ὁ τοὺς οἴκους σῴζων, Ἡσύχ., Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. [[σῶκος]]. | |lstext='''σωσίοικος''': -ον, ὁ τοὺς οἴκους σῴζων, Ἡσύχ., Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. [[σῶκος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[σωτήρας]] τών οίκων, αυτός που σώζει τα σπιτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[σῴζω]] <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐγρεσίοικος]], <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A saving the house, Apollon.Lex. s.v. σῶκος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1061] das Haus, die Wirthschaft rettend, erhaltend, Hesych.; Erkl. von σῶκος, Apoll. L. H.
Greek (Liddell-Scott)
σωσίοικος: -ον, ὁ τοὺς οἴκους σῴζων, Ἡσύχ., Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. σῶκος.
Greek Monolingual
-ον, Α
σωτήρας τών οίκων, αυτός που σώζει τα σπιτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < σῴζω + οἶκος (πρβλ. ἐγρεσίοικος, ὠλεσί-οικος)].