ὑπερφεύγω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(6_1) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερφεύγω''': [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]] [[πέραν]], [[ἐπέκεινα]], τὰς ἑπτὰ ἡμέρας Ἱππ. 468. 18, πρβλ. 470. 30· ἐν τμήσει, οὐκ ἔστιν [[ὑπὲρ]] (Herm. ὑπὲκ) θνατὸν φυγεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 100. | |lstext='''ὑπερφεύγω''': [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]] [[πέραν]], [[ἐπέκεινα]], τὰς ἑπτὰ ἡμέρας Ἱππ. 468. 18, πρβλ. 470. 30· ἐν τμήσει, οὐκ ἔστιν [[ὑπὲρ]] (Herm. ὑπὲκ) θνατὸν φυγεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 100. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[φεύγω]] [[πέρα]] από [[κάτι]], [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] («ἢν τὰς ἑπτὰ ἡμέρας ὑπερφύγῃ», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
A escape beyond, survive, τὰς ἑπτὰ ἡμέρας Hp.Morb.2.20, cf. 27; in tmesi, οὐκ ἔστιν ὑπὲρ (ὑπὲκ Herm.) θνατὸν φυγεῖν A.Pers. 100(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1203] (s. φεύγω), darüber hinaus kommen u. entfliehen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφεύγω: ἐκφεύγω, διαφεύγω πέραν, ἐπέκεινα, τὰς ἑπτὰ ἡμέρας Ἱππ. 468. 18, πρβλ. 470. 30· ἐν τμήσει, οὐκ ἔστιν ὑπὲρ (Herm. ὑπὲκ) θνατὸν φυγεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 100.
Greek Monolingual
Α
φεύγω πέρα από κάτι, διαφεύγω, ξεφεύγω («ἢν τὰς ἑπτὰ ἡμέρας ὑπερφύγῃ», Ιπποκρ.).