ὑπόδρα: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(Autenrieth) |
(43) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[look]] [[sternly]], [[darkly]], [[grimly]]. | |auten=[[look]] [[sternly]], [[darkly]], [[grimly]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και μτγν. επικ. τ. [[ὑποδράξ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> (για [[βλέμμα]]) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ' [[ὑπόδρα]] ἰδών», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> και τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δρα</i>-<i>κ</i>- του ρ. [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>δρακ</i>-<i>ον</i>, <i>δράκ</i>-<i>ων</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δέρκομαι]]). Παρλλ. απαντά και τ. [[ὑποδράξ]] με κατάλ. -<i>ς</i>, πιθ. επιρρμ. ή κατάλ. κάποιας παλιάς ονομαστικής πτώσης]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. Adv., used only in the phrase ὑ. ἰδών looking
A from under the brows, looking askance, grimly, Il.1.148, al.; cf. ὑποδράξ. (Prob. from ὑπό, δρακ, cf. δέρκομαι.)
German (Pape)
[Seite 1216] adv., oft bei Hom., stets in der Vrbdg ὑπόδρα ἰδών, von unten auf od. von der Seite blickend, d. i. finster, wild, zornig blickend od. scheel sehend. (Vgl. ὑποδέρκομαι.)
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόδρᾰ: Ἐπικ. ἐπίρρ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ φράσει ὑπόδρα ἰδών, «δεινὸν ὑποβλεψάμενος» (Σχόλ.), «ἀγριοκυττάξας αὐτόν», Ἰλ. Α. 148, κ. ἀλλ· πρβλ. ὑποδράξ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ὑπό, καὶ √ ΔΡΑ βραχυτέρου τύπου τῆς √ ΔΕΡΚ ἢ ΔΡΑΚ, ἴδε δέρκομαι).
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la locut. ὑπόδρα ἰδών IL regardant en dessous ou de côté, d’un regard irrité ou jaloux.
Étymologie: ὑποδράω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και μτγν. επικ. τ. ὑποδράξ Α
επίρρ. (για βλέμμα) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ' ὑπόδρα ἰδών», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπό και τη συνεσταλμένη βαθμίδα δρα-κ- του ρ. δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. ἔ-δρακ-ον, δράκ-ων, βλ. λ. δέρκομαι). Παρλλ. απαντά και τ. ὑποδράξ με κατάλ. -ς, πιθ. επιρρμ. ή κατάλ. κάποιας παλιάς ονομαστικής πτώσης].