φίλοιστρος: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_18) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φίλοιστρος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸν οἶστρον, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κλπ. | |lstext='''φίλοιστρος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸν οἶστρον, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από [[μανία]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη [[έκσταση]] η οποία κυριεύει τους οπαδούς του Βάκχου και της Κυβέλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶστρος]] «[[μανία]], [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πάρ</i>-<i>οιστρος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A loving frenzy, ib.27.13. II loving to inspire with frenzy, ib.32.9.
German (Pape)
[Seite 1280] Wuth, Raserei liebend, bes. die wilde Begeisterung bei den Festen des Bacchus und der Kybele liebend, Orph. H. 26, 13.
Greek (Liddell-Scott)
φίλοιστρος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν οἶστρον, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία
2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς του Βάκχου και της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἶστρος «μανία, τρέλα, παραφροσύνη» (πρβλ. πάρ-οιστρος)].