φλεβοτμής: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6_14) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλεβοτμής''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τετμημένην [[φλέβα]], Ἡρῳδιαν. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Π. 44. | |lstext='''φλεβοτμής''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τετμημένην [[φλέβα]], Ἡρῳδιαν. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Π. 44. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[τετμημένη]] [[φλέβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τμής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τμη</i>- του ρ. [[τέμνω]], <b>πρβλ.</b> <i>τμη</i>-<i>τός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἡμι</i>-<i>τμής</i>, <i>ἰθυ</i>-<i>τμής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. τμῆτος,
A having a vein opened, Hdn.Gr.2.98.
German (Pape)
[Seite 1290] = φλεβοτόμος, Schol. Il. 16, 44.
Greek (Liddell-Scott)
φλεβοτμής: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τετμημένην φλέβα, Ἡρῳδιαν. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Π. 44.
Greek Monolingual
-ῆτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τετμημένη φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -τμής (< θ. τμη- του ρ. τέμνω, πρβλ. τμη-τός), πρβλ. ἡμι-τμής, ἰθυ-τμής].