τεχνουργία: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6_10)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνουργία''': ἡ, = τῷ προηγ., ἰατρικαῖς τισι τεχνουργίαις Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα (Misc.) σ. 575, 16.
|lstext='''τεχνουργία''': ἡ, = τῷ προηγ., ἰατρικαῖς τισι τεχνουργίαις Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα (Misc.) σ. 575, 16.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τεχνουργός]]<br />[[τεχνούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[κατασκευή]] περίτεχνων δημιουργημάτων.
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνουργία Medium diacritics: τεχνουργία Low diacritics: τεχνουργία Capitals: ΤΕΧΝΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: technourgía Transliteration B: technourgia Transliteration C: technourgia Beta Code: texnourgi/a

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Aristeas 80, Corp.Herm.3.4.

German (Pape)

[Seite 1104] ἡ, künstliche Arbeit (?).

Greek (Liddell-Scott)

τεχνουργία: ἡ, = τῷ προηγ., ἰατρικαῖς τισι τεχνουργίαις Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα (Misc.) σ. 575, 16.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τεχνουργός
τεχνούργημα
νεοελλ.
η κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων.