συννεανιεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(6_5)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συννεᾱνιεύομαι''': ἀποθ., [[ὁμοῦ]] νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4.
|lstext='''συννεᾱνιεύομαι''': ἀποθ., [[ὁμοῦ]] νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />φέρομαι νεανικά, [[συμπεριφέρομαι]] σαν να [[είμαι]] [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νεανιεύομαι]] «βρίσκομαι σε νεαρή [[ηλικία]], [[ενεργώ]] σαν να [[είμαι]] [[ανώριμος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννεᾱνιεύομαι Medium diacritics: συννεανιεύομαι Low diacritics: συννεανιεύομαι Capitals: ΣΥΝΝΕΑΝΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synneanieúomai Transliteration B: synneanieuomai Transliteration C: synneanieyomai Beta Code: sunneanieu/omai

English (LSJ)

   A wanton youthfully together, ἀλλήλοις D.C.51.8, cf. 72.4.

Greek (Liddell-Scott)

συννεᾱνιεύομαι: ἀποθ., ὁμοῦ νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4.

Greek Monolingual

Α
φέρομαι νεανικά, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νεανιεύομαι «βρίσκομαι σε νεαρή ηλικία, ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος»].