τρίχους: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(6_19) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίχους''': ουν, ὁ χωρῶν [[τρεῖς]] χόας ἢ [[χοῦς]], Νικόστρ. ἐν «Ἑκάτῃ» 1. | |lstext='''τρίχους''': ουν, ὁ χωρῶν [[τρεῖς]] χόας ἢ [[χοῦς]], Νικόστρ. ἐν «Ἑκάτῃ» 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει [[τρεις]] [[χόες]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[τρίχοον]]<br />[[μέτρο]] το οποίο περιλαμβάνει [[τρεις]] [[χόες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χοος</i> / -[[χους]] (<span style="color: red;"><</span> [[χόος]] / [[χοῦς]] «[[μέτρο]] υγρών»), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-[[χους]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ουν,
A holding three χόες, Nicostr.Com.11. II Subst. -χοον, τό, measure of three χόες, in pl. -χοα, SIG945.5 (Assus, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 1150] ουν, drei χοῦς fassend, enthaltend, Nicostrat. bei Ath. XI, 499 c.
Greek (Liddell-Scott)
τρίχους: ουν, ὁ χωρῶν τρεῖς χόας ἢ χοῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἑκάτῃ» 1.
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Α
1. αυτός που περιλαμβάνει τρεις χόες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχοον
μέτρο το οποίο περιλαμβάνει τρεις χόες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χοος / -χους (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. τετρά-χους].