φάκινος: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6_11) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ φακῶν πεποιημένος, ἄρτος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 158D. | |lstext='''φάκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ φακῶν πεποιημένος, ἄρτος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 158D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br />(για [[φαγητό]]) παρασκευασμένος από φακές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον,
A made of lentils, ἄρτος Sopat. 1; φάκινον δεῖ ποιεῖν i.e. of the consistency of φακῆ, Zos.Alch.p.172 B.
German (Pape)
[Seite 1252] von Linsen gemacht; ἄρτος Sopat. bei Ath. IV, 158 d; βρῶμα ib.; auch πᾶσα ἡ πόλις ἐστὶ φακίνων; komisch heißt auch Sopat. ὁ φάκινος παρῳδός statt ὁ Πάφιος.
Greek (Liddell-Scott)
φάκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ φακῶν πεποιημένος, ἄρτος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 158D.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
(για φαγητό) παρασκευασμένος από φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].