τοξευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22.
|lstext='''τοξευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τοξευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τοξεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τόξευση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τοξευτική</i><br />η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξευτικός Medium diacritics: τοξευτικός Low diacritics: τοξευτικός Capitals: ΤΟΞΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: toxeutikós Transliteration B: toxeutikos Transliteration C: tokseftikos Beta Code: toceutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of archery, ἡ τ. (sc. τέχνη) Gal. Thras. 45, cf. Eust.40.22.

German (Pape)

[Seite 1128] zum Bogenschützen, zum Schießen mit dem Bogen gehörig, geschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τοξευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τοξευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τοξεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόξευση
2. το θηλ. ως ουσ. η τοξευτική
η τέχνη του να τοξεύει κανείς.