φοίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(6_19)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοίτης''': -ου, ὁ, «ὁ κήρυξ, παρὰ τὸ φοιτᾶν [[πανταχοῦ]]» Ἡσύχ.
|lstext='''φοίτης''': -ου, ὁ, «ὁ κήρυξ, παρὰ τὸ φοιτᾶν [[πανταχοῦ]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[κῆρυξ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. σε -[[φοίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>οὐρανο</i>-[[φοίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοίτης Medium diacritics: φοίτης Low diacritics: φοίτης Capitals: ΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: phoítēs Transliteration B: phoitēs Transliteration C: foitis Beta Code: foi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = κῆρυξ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φοίτης: -ου, ὁ, «ὁ κήρυξ, παρὰ τὸ φοιτᾶν πανταχοῦ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ κῆρυξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φοίτης (πρβλ. οὐρανο-φοίτης)].