τόπιον: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τόπιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τόπος]], μικρὸς [[τόπος]], Βυζ.
|lstext='''τόπιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τόπος]], μικρὸς [[τόπος]], Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και τόπιν Μ [[τόπος]]<br />[[αγρόκτημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἅγιον [[τόπιον]]» — [[μοναστήρι]] <b>πάπ.</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάφος]], [[μνήμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τόπια</i><br />καλλιτεχνική [[παρουσίαση]] ενός τόπου με τη [[χρησιμοποίηση]] φυσικών γνωρισμάτων του ή μνημείων τέχνης που βρίσκονταν σ' αυτόν.
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόπιον Medium diacritics: τόπιον Low diacritics: τόπιον Capitals: ΤΟΠΙΟΝ
Transliteration A: tópion Transliteration B: topion Transliteration C: topion Beta Code: to/pion

English (LSJ)

τό,

   A = τόπος 1.1,5, field, PLond. 1.131.199 (i A. D.); ἄγιον τ. holy place, i.e. monastery, ib.77.25 (vi A. D.); burial-place, tomb, written τόπην MAMA3.81 (Diocaesarea), 372 (Corycus); τόπιν ib.168 (Corasium).    II topia, neut. pl., artistic representation in which natural or artificial features of a place are used as the medium, Vitr.7.5.2: so, opus topiarium, Plin.HN16.140, al.

German (Pape)

[Seite 1129] τό, dim. von τόπος, Oertchen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τόπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τόπος, μικρὸς τόπος, Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, και τόπιν Μ τόπος
αγρόκτημα
μσν.
φρ. «ἅγιον τόπιον» — μοναστήρι πάπ.
αρχ.
1. τάφος, μνήμα
2. στον πληθ. τὰ τόπια
καλλιτεχνική παρουσίαση ενός τόπου με τη χρησιμοποίηση φυσικών γνωρισμάτων του ή μνημείων τέχνης που βρίσκονταν σ' αυτόν.