φιλόμοχθος: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(6_16)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόμοχθος''': -ον, = [[φιλόπονος]], ἵνα ἔχῃς ἐπιδεῖξαι σαυτὸν μαχητὴν φιλόμοχθον Φαλάρ. Ἐπιστ. σ. 180, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 222. ― Ἐπίρρ. φιλόμοχθα, Μανέθων 4. 277.
|lstext='''φῐλόμοχθος''': -ον, = [[φιλόπονος]], ἵνα ἔχῃς ἐπιδεῖξαι σαυτὸν μαχητὴν φιλόμοχθον Φαλάρ. Ἐπιστ. σ. 180, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 222. ― Ἐπίρρ. φιλόμοχθα, Μανέθων 4. 277.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[φιλόπονος]], [[εργατικός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>φιλόμοχθα</i><br />με [[φιλοπονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μοχθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>μοχθος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμοχθος Medium diacritics: φιλόμοχθος Low diacritics: φιλόμοχθος Capitals: ΦΙΛΟΜΟΧΘΟΣ
Transliteration A: philómochthos Transliteration B: philomochthos Transliteration C: filomochthos Beta Code: filo/moxqos

English (LSJ)

ον,

   A = φιλόπονος, Phalar. Ep.126, Ptol.Tetr.158, Jahresh.23 Beibl.178 (Thrace): neut. pl. as Adv., φιλόμοχθα Man.4.277.

German (Pape)

[Seite 1282] = φιλόπονος, Phalaris ep. 54 E.; φιλόμοχθα adv., Maneth. 4, 277.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμοχθος: -ον, = φιλόπονος, ἵνα ἔχῃς ἐπιδεῖξαι σαυτὸν μαχητὴν φιλόμοχθον Φαλάρ. Ἐπιστ. σ. 180, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 222. ― Ἐπίρρ. φιλόμοχθα, Μανέθων 4. 277.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. φιλόπονος, εργατικός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φιλόμοχθα
με φιλοπονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πολύ-μοχθος].