φλῆνος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
(6_21) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλῆνος''': τό, = [[φλήναφος]], ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Salmas, παρὰ Ἡσυχ. ἀντὶ φλῆφος. ― Ἐν τῷ Μεγάλ. Ἐτυμ. 796, 10, λαμβάνεται ὁ [[τύπος]] φληνὸς ὡς [[ῥίζα]] τοῦ φλύναφος. | |lstext='''φλῆνος''': τό, = [[φλήναφος]], ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Salmas, παρὰ Ἡσυχ. ἀντὶ φλῆφος. ― Ἐν τῷ Μεγάλ. Ἐτυμ. 796, 10, λαμβάνεται ὁ [[τύπος]] φληνὸς ὡς [[ῥίζα]] τοῦ φλύναφος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήνεος και -ήνους, τὸ, Α<br />[[φλήναφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί [[διόρθωση]] ενός τ. <i>φλῆφος</i> και [[πρέπει]] να συνδεθεί με τα [[φλήναφος]], <i>φληναφῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = φλήναφος, prob. for φλῆφος in Hsch. II φληνός and φλενός are assumed as etym. of φλήναφος in EM796.9, 10.
German (Pape)
[Seite 1292] τό, Geschwätz (?).
Greek (Liddell-Scott)
φλῆνος: τό, = φλήναφος, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Salmas, παρὰ Ἡσυχ. ἀντὶ φλῆφος. ― Ἐν τῷ Μεγάλ. Ἐτυμ. 796, 10, λαμβάνεται ὁ τύπος φληνὸς ὡς ῥίζα τοῦ φλύναφος.
Greek Monolingual
-ήνεος και -ήνους, τὸ, Α
φλήναφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση ενός τ. φλῆφος και πρέπει να συνδεθεί με τα φλήναφος, φληναφῶ].