ὑπόλισπος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu plat, un peu maigre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λίσπος]].
|btext=ος, ον :<br />un peu plat, un peu maigre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λίσπος]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. [[ὑπόλισφος]], -ον, Α<br />(ως [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] («πολλοῑς γ' ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίσπος]] / [[λίσφος]] «[[λείος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλισπος Medium diacritics: ὑπόλισπος Low diacritics: υπόλισπος Capitals: ΥΠΟΛΙΣΠΟΣ
Transliteration A: hypólispos Transliteration B: hypolispos Transliteration C: ypolispos Beta Code: u(po/lispos

English (LSJ)

Att. ὑπόλισφος, ον,

   A flat underneath, πυγίδια Ar.Eq. 1368; τὰ ὑπὸ τῷ ἰσχίῳ μήτε ὑπόλισφα ἔστω μήτ' αὖ περιττά Philostr. Gym.35; of persons, flat-hipped, Poll.2.184, Phryn.PS p.117B.; [παρθένοι] Ruf. ap. Orib.inc.2.24.

German (Pape)

[Seite 1224] etwas glatt, schlüpfrig, πυγίδια Ar. Equ. 1365.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλισπος: Ἀττικ. -λισφος, ον, τετριμμένος πως ἢ ἐστενωμένος, ἐπὶ τῆς πυγῆς τῶν ἐρετῶν, διὰ τὴν συνεχῆ εἰρεσίαν, - πρῶτον μὲν ὁπόσοι ναῦς ἐλαύνουσιν μακράς, καταγομένοις τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ. - ΑΓ. πολλοῖς γ’ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 1368, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 184, Α. Β. 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu plat, un peu maigre.
Étymologie: ὑπό, λίσπος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑπόλισφος, -ον, Α
(ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ' ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίσπος / λίσφος «λείος»].