σωμεραστής: Difference between revisions

40
(6_19)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμεραστής''': -οῦ, ὁ, ἐραστὴς τοῦ σώματος, Ἀστέριος Ἀμασ. 240Β.
|lstext='''σωμεραστής''': -οῦ, ὁ, ἐραστὴς τοῦ σώματος, Ἀστέριος Ἀμασ. 240Β.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[εραστής]] του σώματος, της σάρκας, αυτός που έχει σαρκικό πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]].
}}
}}