σφαῖρος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_16)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφαῖρος''': -ον, = [[σφαῖρα]], ἡ [[κατάστασις]] τοῦ Κόσμου ἢ τοῦ σύμπαντος ὅτε συνεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος, Ἐμπεδ. 168, 176.
|lstext='''σφαῖρος''': -ον, = [[σφαῖρα]], ἡ [[κατάστασις]] τοῦ Κόσμου ἢ τοῦ σύμπαντος ὅτε συνεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος, Ἐμπεδ. 168, 176.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. [[σφῆρος]] Α<br />η πρωταρχική [[κυκλοτερής]] [[κατάσταση]] του κόσμου<br /><b>αρχ.</b><br />(σε <b>επιγρ.</b> στον τ. [[σφήρος]]) [[ωροσκόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σφαῖρα]], με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαῖρος Medium diacritics: σφαῖρος Low diacritics: σφαίρος Capitals: ΣΦΑΙΡΟΣ
Transliteration A: sphaîros Transliteration B: sphairos Transliteration C: sfairos Beta Code: sfai=ros

English (LSJ)

ὁ,

   A = σφαῖρα, the condition of the Universe (ὁ Κόσμος), when brought together by Eros, Emp.27.4,al.    II cf.σφῆρος.    III dub. sens. in POxy.1727.15 (ii/iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαῖρος: -ον, = σφαῖρα, ἡ κατάστασις τοῦ Κόσμου ἢ τοῦ σύμπαντος ὅτε συνεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος, Ἐμπεδ. 168, 176.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. σφῆρος Α
η πρωταρχική κυκλοτερής κατάσταση του κόσμου
αρχ.
(σε επιγρ. στον τ. σφήρος) ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σφαῖρα, με αλλαγή γένους].