τιθύμαλλος: Difference between revisions

41
(eksahir)
(41)
Line 12: Line 12:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[lechetrezna]]
|esgtx=[[lechetrezna]]
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α<br />το [[φυτό]] ευφόρβιο, κν. [[σήμερα]] [[γαλατσίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τιθύμαλλος]] [[ἄρρην]]» — το [[φυτό]] χαρακιάς<br />β) «[[τιθύμαλλος]] [[θῆλυς]]» — το [[φυτό]] [[μυρσινίτης]] ή [[μυρτίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι η λ. έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό από το θ. του α' συνθετικού του τ. <i>θυμ</i>-[[ελαία]] (<span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[ἐλαία]])].
}}
}}