τρέχνος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους (τό) :<br /><i>dor. c.</i> [[τέρχνος]]. | |btext=ους (τό) :<br /><i>dor. c.</i> [[τέρχνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τέρχνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = τέρχνος, a twig, AP15.25.6 (Besant.Ara), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1138] τό, dor, = τέρχνος, Dosiad. ara (XV, 25).
Greek (Liddell-Scott)
τρέχνος: -εος, τό, = τέρχνος, Ἀνθ. Π. 15. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρέχνος· στέλεχος, κλάδος, φυτόν, βλάστημα».
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
dor. c. τέρχνος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. τέρχνος.