τριχίας: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(6_19)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχίας''': -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... [[κάτω]] [[τριχίας]] ἢ [[κάτω]] τετριχωμένος» [[Πολυδ]]. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον [[εἶδος]] τοῦ ἰχθύος [[τριχίς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 204.
|lstext='''τρῐχίας''': -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... [[κάτω]] [[τριχίας]] ἢ [[κάτω]] τετριχωμένος» [[Πολυδ]]. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον [[εἶδος]] τοῦ ἰχθύος [[τριχίς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 204.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή [[φρίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο [[παιχνίδι]] [[κυβεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχίας Medium diacritics: τριχίας Low diacritics: τριχίας Capitals: ΤΡΙΧΙΑΣ
Transliteration A: trichías Transliteration B: trichias Transliteration C: trichias Beta Code: trixi/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one that is hairy, Poll.4.148 sq.    II a smaller kind of τριχίς, Arist.HA598b12, Mnesim.4.38 (anap.), Dorio ap.Ath. 7.328e.    III an unlucky throw of the dice, Poll.7.204.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχίας: -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... κάτω τριχίαςκάτω τετριχωμένος» Πολυδ. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον εἶδος τοῦ ἰχθύος τριχίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, Πολυδ. Ζ΄, 204.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
είδος μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή φρίσσα
αρχ.
1. τριχωτός, μαλλιαρός
2. μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο παιχνίδι κυβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρ-ίας)].