φέροικος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_17)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φέροικος''': -ον, ζῷόν τι ὅμοιον γαλῇ, [[λευκόν]], φωλεῦον ἐν ταῖς ῥίζαις τῶν δρυῶν, βαλανηφάγον (ὡς περιγράφει αὐτὸ ὁ Φώτιος), Κρατῖνος ε’ν «Κλεοβουλίναις» 7· διάφορον τοῦ παρ’ Ἡσιόδῳ φερεοίκου.
|lstext='''φέροικος''': -ον, ζῷόν τι ὅμοιον γαλῇ, [[λευκόν]], φωλεῦον ἐν ταῖς ῥίζαις τῶν δρυῶν, βαλανηφάγον (ὡς περιγράφει αὐτὸ ὁ Φώτιος), Κρατῖνος ε’ν «Κλεοβουλίναις» 7· διάφορον τοῦ παρ’ Ἡσιόδῳ φερεοίκου.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φερέοικος]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέροικος Medium diacritics: φέροικος Low diacritics: φέροικος Capitals: ΦΕΡΟΙΚΟΣ
Transliteration A: phéroikos Transliteration B: pheroikos Transliteration C: feroikos Beta Code: fe/roikos

English (LSJ)

ὁ, a white animal like a

   A squirrel, Cratin.94 (ὅμοιον γαλῇ Phot., cf. Hsch. s.v. φερέοικος, EM790.36, sed fort. γαλεώτῃ).

German (Pape)

[Seite 1262] = φερέοικος, VLL., wo es auch ein vierfüßiges Thier, dem Wiesel (γαλῆ) ähnlich bedeutet, das sich an den Wurzeln der Eichen aufhält und Eicheln frißt.

Greek (Liddell-Scott)

φέροικος: -ον, ζῷόν τι ὅμοιον γαλῇ, λευκόν, φωλεῦον ἐν ταῖς ῥίζαις τῶν δρυῶν, βαλανηφάγον (ὡς περιγράφει αὐτὸ ὁ Φώτιος), Κρατῖνος ε’ν «Κλεοβουλίναις» 7· διάφορον τοῦ παρ’ Ἡσιόδῳ φερεοίκου.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. φερέοικος.