ὑπόφορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tributaire de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποφέρω]].
|btext=ος, ον :<br />tributaire de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποφέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο υποκείμενος σε [[φόρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κοίλους πόρους<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε [[φόρο]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Για τις άλλες σημ. <b>πρβλ.</b> [[ὑποφορά]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑποφέρω]])].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόφορος Medium diacritics: ὑπόφορος Low diacritics: υπόφορος Capitals: ΥΠΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: hypóphoros Transliteration B: hypophoros Transliteration C: ypoforos Beta Code: u(po/foros

English (LSJ)

ον,

   A subject to tribute, τισι Peripl.M.Rubr.16, Plu.2.774c.    II with hollow passages, fistulous, Gal.14.681; dub. cj. in Hp.de Arte 10 (ὕπαφρον (q. v.) codd.).

German (Pape)

[Seite 1239] 1) einem Tribut unterworfen, tributpflichtig, Plut. am. narr. 3. – 2) abschüssig, schlüpfrig. – Auch mit hohlen Gängen nach unten hin, fistulös, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόφορος: -ον, ὁ εἰς φόρους ὑποκείμενος, φόρου ὑποτελής, Λατ. tributanius, vectigalis, Χαλκιδεῖς ὑποφόρους λαβὼν Πλούτ. 2. 774C, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 10, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 6. ΙΙ. ὁ ἔχων κοίλους ὀχετούς, συρίγγια, ὅσα ὑπόφορα, καὶ κόλποι καὶ ἕλκη Γαλην. 14, 681, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tributaire de, τινι.
Étymologie: ὑποφέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο υποκείμενος σε φόρο
2. αυτός που έχει κοίλους πόρους
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε φόρο» < ὑπ(ο)- + φόρος (< φέρω). Για τις άλλες σημ. πρβλ. ὑποφορά (< ὑποφέρω)].