3,274,299
edits
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />d’un rouge de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹. | |btext=α, ον :<br />d’un rouge de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πορφυρός]] («πτεροῑς φοινικίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[φοινίκιον]]<br />το πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. <i>ponikija</i> «[[βαφή]] κόκκινου χρώματος»].———————— <b>(II)</b><br />-ία, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι) («τὰ γράμματα Φοινίκια κληθῆναι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φοῖνιξ]], -<i>οίνικος</i>. Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή, στον τ. του ουδ. <i>ponikijo</i>, ως [[ονομασία]] ενός μπαχαρικού, το οποίο μπορεί να σημαίνει [[είτε]] «[[μπαχαρικό]] από τη [[Φοινίκη]]» [[είτε]] «[[μπαχαρικό]] κόκκινου χρώματος», [[οπότε]] θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[φοῖνιξ]] «[[πορφυρός]], [[κόκκινος]]»].———————— <b>(III)</b><br />-ία, -ον, Α [[φοῑνιξ</i> (III), -<i>οίνικος]]<br />αυτός που προέρχεται από το [[δένδρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται με καρπούς του [[παραπάνω]] δένδρου, [[φοινικικός]] (III). | |||
}} | }} |