φρικτός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(eksahir)
(45)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[terrible]], [[aterrador]]
|esgtx=[[terrible]], [[aterrador]]
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φρικτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[φριχτός]] Ν [[φρίσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[φρίκη]], [[φρικαλέος]], [[φρικιαστικός]]<br /><b>2.</b> [[ειδεχθής]], [[απαίσιος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προκαλεί [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]] («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν [[μυστήριον]]», Μηναί.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φρικτώς]] / <i>φρικτῶς</i>, ΝΜΑ, και [[φρικτά]] και [[φριχτά]] Ν<br />[[κατά]] τρόπο φρικτό<br /><b>μσν.</b><br />[[κατά]] τρόπο καταπληκτικό («καὶ ῥήγνυται φρικτῶς ναοῦ σου τὸ [[καταπέτασμα]]», Μηναί.).
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρικτός Medium diacritics: φρικτός Low diacritics: φρικτός Capitals: ΦΡΙΚΤΟΣ
Transliteration A: phriktós Transliteration B: phriktos Transliteration C: friktos Beta Code: frikto/s

English (LSJ)

ή, όν, (φρίσσω) (misspelt

   A φικτρός PMag.Osl.1.261), to be shuddered at, awful, θεῆς ἴδες ἱερὰ φρικτῆς Call.Aet.3.1.6, cf. Orph.H. 14.6, Plu.Cic.49, APl.4.110 (Philostr.), AP9.524.22, Zos.Alch.p.117 B., PMasp.97 ii 51 (vi A. D.); [θεοί] prob. in Phld.D.1.17: Comp. -ότερος Plu.Num.10: Sup. -ότατος Ath.10.440e. Adv. -τῶς LXX Wi.6.5.    II bristling with spears, ἀνδρῶν ὄχλος Ezek.Exag.197.

German (Pape)

[Seite 1306] adj. verb. von φρίσσω, schauderhaft, schrecklich; φρικτὸν σέλας ἱεὶς γλήναις Archi. 12 (XV, 51); τάφος Philp. 83 (VII, 405). Auch Bac. chus heißt so in einem Hymn. (IX, 524).

Greek (Liddell-Scott)

φρικτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φρίσσω, ὁ προξενῶν φρίκην, φρικώδης, φοβερός, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 6, Πλουτ. Κικ. 49, καὶ συχν. ἐν τῇ Ἀνθολογίᾳ συγκρ. -ότερος, Πλουτ. Νουμ. 10· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀθήν. 440Ε. ― Ἐπίρρ. τῶς, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 5).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui fait frissonner, effrayant, terrible;
Cp. φρικτότερος.
Étymologie: φρίσσω.

Spanish

terrible, aterrador

Greek Monolingual

-ή, -ό / φρικτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν φρίσσω
1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός
2. ειδεχθής, απαίσιος
μσν.
αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον», Μηναί.).
επίρρ...
φρικτώς / φρικτῶς, ΝΜΑ, και φρικτά και φριχτά Ν
κατά τρόπο φρικτό
μσν.
κατά τρόπο καταπληκτικό («καὶ ῥήγνυται φρικτῶς ναοῦ σου τὸ καταπέτασμα», Μηναί.).