αλκοολούχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br />(για ποτά) αυτός που περιέχει [[αλκοόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλκοόλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>alcoolique</i>].
|mltxt=-ο<br />(για ποτά) αυτός που περιέχει [[αλκοόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλκοόλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>, πρβλ. γαλλ. <i>alcoolique</i>].
}}
}}

Revision as of 10:27, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ο
(για ποτά) αυτός που περιέχει αλκοόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλη + -ούχος < έχω, πρβλ. γαλλ. alcoolique].