ἁ: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_1)
 
(1)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> ἡ, <i>fém. de</i> ὁ.
|btext=<i>dor. c.</i> ἡ, <i>fém. de</i> ὁ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁ:'''<b class="num">I.</b> Δωρ. αντί άρθρου <i>ἡ</i>. II. <i>ἅ</i>, Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. <i>ἥ</i>. III. <i>ᾇ</i>, Δωρ. αντί <i>ᾗ</i>, θηλ. δοτ. του <i>ὅς</i>.
}}
}}

Revision as of 16:58, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡ, fém. de ὁ.

Greek Monotonic

ἁ:I. Δωρ. αντί άρθρου . II. , Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. . III. , Δωρ. αντί , θηλ. δοτ. του ὅς.