ἀδίκημα: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(T22) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(τος, τό ([[ἀδικέω]]) (from [[Herodotus]] on), a [[misdeed]] (τό ἄδικον ... [[ὅταν]] πραχθῇ, [[ἀδίκημα]] ἐστιν, [[Aristotle]], Eth. Nic. 5,7): Revelation 18:5. | |txtha=(τος, τό ([[ἀδικέω]]) (from [[Herodotus]] on), a [[misdeed]] (τό ἄδικον ... [[ὅταν]] πραχθῇ, [[ἀδίκημα]] ἐστιν, [[Aristotle]], Eth. Nic. 5,7): Revelation 18:5. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀδίκημα:''' -ατος, τό ([[ἀδικέω]]),<br /><b class="num">I.</b> άδικη [[πράξη]], [[βλάβη]], [[αδικία]], [[ζημία]], Λατ. [[injuria]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., [[βλάβη]] που προξενήθηκε σε κάποιον, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που έχει ληφθεί μέσω αδικίας, τα [[κακώς]] αποκτηθέντα [[αγαθά]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀδικέω)
A wrong done, Hdt.1.2,100, etc.: properly, intentional wrong, opp. ἁμάρτημα and ἀτύχημα, Arist.EN 1135b20 sq., Rh.1374b8; ἀ. ὥρισται τῷ ἑκουσίῳ Id.EN1135a19: c. gen., wrong done to... ἀ. τῶν νόμων D.21.225: also ἀ. πρός τινα Arist.Rh.1373b21; ἀ. εἴς τι D.37.58; περί τι Plu.2.159c:—ἐν ἀδικήματι θέσθαι to consider as a wrong, Th.1.35; ἀ. θεῖναί τι D.14.37; ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀ. εἶναι Hyp.Eux.20. 2 error of judgement, dub. in Plb.9.20a.7. II that which is got by wrong, ill gotten goods, Pl.R.365e, Lg.906d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίκημα: -ατος, τό, (ἀδικέω) κακόν τι πραχθέν, ἀδίκημα, βλάβη, Λατ. injuria, Ἡροδ. 1. 2, 100, καὶ ἀλλ. καὶ Ἀττ: - κυρίως = ἀδίκημα ἑκούσιον καὶ μεμελετημένονϏ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁμάρτημα καὶ ἀτύχημα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7. κἑξ., Ρητ. 1. 13, 16˙ ἀδ. διώρισται τῷ ἑκουσίῳ, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 2˙ πρβλ. ἀδικέω ἐν ἀρχῇ: - μ. γεν. = βλάβη προξενηθεῖσα εἴς τινα, ἀδ. τῶν νόμων, Δημ. 586. 11˙ ὡσαύτως: ἀδ. πρός τινα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 3. ἀδ. εἴς τι, Δημ. 983, 25˙ περί τι, Πλούτ. 2. 569C: - ἐν ἀδικήματι θέσθαι, τὸ θεωρεῖν, νομίζειν τι ὡς ἀδίκημα, Θουκ. 1. 35˙ ὡσαύτ. ἀδίκημα θεῖναί τι, Δημ. 188. 19˙ ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀδικήματι εἶναι, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 36. ΙΙ. τὸ δι’ ἀδικίας ληφθὲν = κακῶς κτηθέντα ἀγαθά, Πλάτ. Πολ. 365 Ε, Νόμ. 906D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
injustice, tort, faute ; ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι ou θεῖναι τι faire un crime de qch (à qqn).
Étymologie: ἀδικέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1acto contra la ley, crimen, delito Hdt.1.100, Pl.R.409a, Lg.860e, Ar.V.839, Arist.Rh.1373b21, Call.Epigr.42.6, D.C.48.17.2
•cometido voluntariamente, Arist.EN 1135b20, 1135a19, Rh.1374b8, UPZ 112.3.1 (III a.C.), Chrysipp.Stoic.3.176
•c. gen. ἀ. τῶν νόμων delito contra las leyes D.21.225, εἴς τι D.37.58, περὶ τὴν τροφήν Plu.2.159c, ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀδικήματι εἶναι Hyp.Euc.26.
2 daño causado οὐ σμικρὰ ... τἀδικήματα Antipho Soph.B44.col.2.15, cf. PTeb.803.6 (II a.C.), PWisc.33.11 (II d.C.)
•ofensas, maltrato físico, PFay.12.7 (II a.C.), Ign.Rom.5.1
•esp. en historiadores ofensa, acto agresivo que conduce a situaciones de guerra τῶν ἀδικημάτων πρῶτον τοῦτο ἄρξαι Hdt.1.2, ξύμμαχόν τε οὐδένα βουλόμενοι πρὸς τἀδικήματα οὐδὲ μάρτυρα ἔχειν Th.1.37, κατὰ Ζακανθαίους ἀ. agresión contra Sagunto Plb.3.8.1, ἐν ἀδικήματι θήσονται lo tomarán como ofensa Th.1.35, ἀ. θεῖναί τι D.14.37, cf. Plb.5.67.5.
3 error Plb.9.26a.7, Aen.Tact.10.19.
II 1producto de una falta o acto contra la moral ἀδίκημά του γυναικὸς ἐγενόμην ἴσως quizá nací por el pecado de una mujer E.Io 325
•pecado ἐξ ἰδίων ἀδικήματων ἐπετιμήθη Apoc.En.98.5, cf. 7.
2 producto de la injusticia, bienes conseguidos por medios ilícitos θυτέον ἀπὸ τῶν ἀδικημάτων hay que hacer sacrificios a base del producto de la injusticia Pl.R.365e, cf. Lg.906d.
English (Abbott-Smith)
ἀδίκημα, -τος, τό (< ἀδικέω), [in LXX for עָוֹן, פֶּשַׁע, etc. ;]
a wrong, injury, misdeed (MM, VGT, s.v.): Ac 18:14 24:20, Re 18:5. †
English (Strong)
from ἀδικέω; a wrong done: evil doing, iniquity, matter of wrong.
English (Thayer)
(τος, τό (ἀδικέω) (from Herodotus on), a misdeed (τό ἄδικον ... ὅταν πραχθῇ, ἀδίκημα ἐστιν, Aristotle, Eth. Nic. 5,7): Revelation 18:5.
Greek Monotonic
ἀδίκημα: -ατος, τό (ἀδικέω),
I. άδικη πράξη, βλάβη, αδικία, ζημία, Λατ. injuria, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., βλάβη που προξενήθηκε σε κάποιον, σε Δημ.
II. αυτό που έχει ληφθεί μέσω αδικίας, τα κακώς αποκτηθέντα αγαθά, σε Πλάτ.