ἄκλαυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλαυτος]], -ον) και άκλαυστος<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο [[αθρήνητος]]<br />«τον έθαψαν άκλαυτο»<br />«[[νέκυς]] [[ἄκλαυτος]] [[ἄθαπτος]] [[Πάτροκλος]]» <b>Όμ.</b><br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί<br />«άκλαυτο [[παιδί]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» <b>Όμ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν προκαλεί [[συγκίνηση]], δεν φέρνει κλάματα<br />«[[ούτε]] [[γάμος]] [[άκλαυτος]], [[ούτε]] [[νεκρός]] [[αγέλαστος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> <i>ἔκλαυσα</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκλαυτεὶ</i> (-<i>τὶ</i>) και <i>ἀκλαυστεὶ</i> (-<i>τί</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλαυτος]], -ον) και άκλαυστος<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο [[αθρήνητος]]<br />«τον έθαψαν άκλαυτο»<br />«[[νέκυς]] [[ἄκλαυτος]] [[ἄθαπτος]] [[Πάτροκλος]]» <b>Όμ.</b><br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί<br />«άκλαυτο [[παιδί]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» <b>Όμ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν προκαλεί [[συγκίνηση]], δεν φέρνει κλάματα<br />«[[ούτε]] [[γάμος]] [[άκλαυτος]], [[ούτε]] [[νεκρός]] [[αγέλαστος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> <i>ἔκλαυσα</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκλαυτεὶ</i> (-<i>τὶ</i>) και <i>ἀκλαυστεὶ</i> (-<i>τί</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκλαυτος:''' ή ἄ-κλαυστος, -ον, [[άκλαυτος]], [[αθρήνητος]], σε Όμηρ.· ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> Παθ., αυτός που δεν θρηνολογήθηκε, [[φίλων]], από φίλους, σε Σοφ.· <i>ἄκλαυτα [[τέκνα]]</i>, δηλ. [[παιδιά]] που δεν υπόκεινται σε θάνατο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κλαίει, ο [[χωρίς]] δάκρυα, [[αδάκρυτος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Σοφ. = <i>χαίρων</i>, με [[ατιμωρησία]], άφοβα.
}}
}}

Revision as of 17:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλαυτος Medium diacritics: ἄκλαυτος Low diacritics: άκλαυτος Capitals: ΑΚΛΑΥΤΟΣ
Transliteration A: áklautos Transliteration B: aklautos Transliteration C: aklaftos Beta Code: a)/klautos

English (LSJ)

or ἄκλαυστος (the latter form has less Ms. authority), ον: (κλαίω):    I Pass., unwept, esp. without funeral lamentation, Il.22.386, Od.11.54, Sol.21; ὤλετ' ἄκλαυτος, ἄϊστος A.Eu.565: c. gen., φίλων ἄκλαυτος S.Ant.847: in E.Andr.1235 Thetis says, ἐγὼ γάρ, ἣν ἄκλαυτα χρῆν τίκτειν τέκνα... i.e. children not liable to death.    II Act., unweeping, tearless, οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494, cf.A.Th.696, E.Alc.173:—in S.El.912, = χαίρων, with impunity.

German (Pape)

[Seite 73] Hom. viermal, Iliad. 22, 386 κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος, unbeweint; Od. 11, 54 σῶμα γὰρ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον; 72 μή μ' ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν; – Od. 4. 494 οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, ἐπὴν εὗ πάντα πύθηαι, nicht weinend, thränenlos; – Soph. Ant. 847 φίλων ἄκλαυτος, von Freunden nicht beweint.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλαυτος: ἢ ἄκλαυστος, ον, ὁ πρῶτος εἶναιμόνος τύπος, ὃν ἔχει ὁ Ὅμηρος, ἴσως δὲ καὶ οἱ Τραγικοί: (κλαίω): Ι. παθ., ὁ μὴ κλαυθείς, ἰδίως ἄνευ τοῦ ἐπικηδείου θρήνου, Ἰλ. Χ. 386, Ὀδ. Λ. 54, Σόλων 21· ὤλετ’ ἄκλαυτος, ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· μετὰ γεν. φίλων ἄκλαυτος, Σοφ. Ἀντ. 847. ― Ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1235 ἡ Θέτις λέγει, ἐγὼ γὰρ ἢν ἄκλαυτ’ ἐχρῆν τίκτειν τέκνα ..., ὅ ἐ. τέκνα μὴ ὑποκείμενα εἰς θάνατον. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κλαίων, μὴ δακρύων, οὐδὲ σέ φημι δήν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, Ὀδ. Δ. 494, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 696, Εὐρ. Ἄλκ. 173. ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 912 = χαίρων, ἀφόβως, νηποινεί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mieux que ἄκλαυστος;
1 non pleuré : ἄκλαυτος φίλων SOPH non pleurée par mes amis;
2 qui n’a pas pleuré ou ne pleure pas ; particul. qui ne pleure pas (parce qu’il échappe au châtiment), sans avoir lieu de s’en repentir, impuni.
Étymologie: ἀ, κλαίω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἄκλαυστος AP 7.247 (Alc.Mess.)
1 no llorado, sin llanto de duelo Πάτροκλος Il.22.386, cf. AP 7.247 (Alc.Mess.), σῶμα Od.11.54, θάνατος Sol.22.5, A.Eu.565, E.Hec.30
c. gen. subjet. φίλων S.Ant.847.
2 no susceptible de ser llorado o lamentado, inmortal ἄκλαυτα ... τίκτειν τέκνα habla Tetis, E.Andr.1235.
3 que no sufre, que no llora o vierte lágrimas οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494, μηδὲ ... ἔξεστ' ἀκλαύτῳ τῆσδ' ἀποστῆναι στέγης ni a ti te es posible marcharte de esta casa sin que te lamentes S.El.912, ὄμματα A.Th.696, cf. Alcm.1.39, Nonn.D.15.386, Par.Eu.Io.11.35, de Alcestis, E.Alc.173.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλαυτος, -ον) και άκλαυστος
1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος
«τον έθαψαν άκλαυτο»
«νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ.
2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί
«άκλαυτο παιδί»
αρχ.
«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.
νεοελλ.
αυτός που δεν προκαλεί συγκίνηση, δεν φέρνει κλάματα
«ούτε γάμος άκλαυτος, ούτε νεκρός αγέλαστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητικό + ἔκλαυσα < κλαίω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκλαυτεὶ (-τὶ) και ἀκλαυστεὶ (-τί].

Greek Monotonic

ἄκλαυτος: ή ἄ-κλαυστος, -ον, άκλαυτος, αθρήνητος, σε Όμηρ.· (κλαίω
I. Παθ., αυτός που δεν θρηνολογήθηκε, φίλων, από φίλους, σε Σοφ.· ἄκλαυτα τέκνα, δηλ. παιδιά που δεν υπόκεινται σε θάνατο, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν κλαίει, ο χωρίς δάκρυα, αδάκρυτος, σε Ομήρ. Οδ.
2. σε Σοφ. = χαίρων, με ατιμωρησία, άφοβα.