ἀμπλάκιον: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμπλάκιον]], το (Α)<br />το [[αμπλάκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμπλακεῖν]] (απαρ. αορ. β' του μτγν. [[ἀμπλακίσκω]])].
|mltxt=[[ἀμπλάκιον]], το (Α)<br />το [[αμπλάκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμπλακεῖν]] (απαρ. αορ. β' του μτγν. [[ἀμπλακίσκω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμπλάκιον:''' τό, = [[ἀμπλακία]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπλᾰκιον Medium diacritics: ἀμπλάκιον Low diacritics: αμπλάκιον Capitals: ΑΜΠΛΑΚΙΟΝ
Transliteration A: amplákion Transliteration B: amplakion Transliteration C: amplakion Beta Code: a)mpla/kion

English (LSJ)

τό,

   A = ἀμπλακία, Pi.P.11.26.

German (Pape)

[Seite 129] τό, dass., Pind. P. 11, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπλάκιον: τό, = ἀμπλακία Πίνδ. Π. 11. 41: πρβλ. ἁμάρτιον.

English (Slater)

ἀμπλᾰκιον
   1 sin, fault τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον (P. 11.26)

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
falta, pecado τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀ. Pi.P.11.26.

Greek Monolingual

ἀμπλάκιον, το (Α)
το αμπλάκημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].

Greek Monotonic

ἀμπλάκιον: τό, = ἀμπλακία, σε Πίνδ.