ἀναλείχω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναλείχω]])<br />[[γλείφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ποθώ]] να φάω [[κάτι]] νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]] [[υγρασία]]<br /><b>3.</b> (για [[νερό]]) ρέω σε ελάχιστη [[ποσότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λείχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναλειχάδα]]].
|mltxt=(Α [[ἀναλείχω]])<br />[[γλείφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ποθώ]] να φάω [[κάτι]] νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]] [[υγρασία]]<br /><b>3.</b> (για [[νερό]]) ρέω σε ελάχιστη [[ποσότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λείχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναλειχάδα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναλείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[γλείφω]], τὸ [[αἷμα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλείχω Medium diacritics: ἀναλείχω Low diacritics: αναλείχω Capitals: ΑΝΑΛΕΙΧΩ
Transliteration A: analeíchō Transliteration B: analeichō Transliteration C: analeicho Beta Code: a)nalei/xw

English (LSJ)

   A lick up, τὸ αἷμα Hdt.1.74.

German (Pape)

[Seite 195] auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλείχω: λείχω, «γλείφω», τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Ἡρόδ. 1. 74 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀνά, λείχω.

Spanish (DGE)

lamer τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.

Greek Monolingual

ἀναλείχω)
γλείφω
νεοελλ.
1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι
2. αναδίδω υγρασία
3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λείχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα].

Greek Monotonic

ἀναλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω, τὸ αἷμα, σε Ηρόδ.