διαέριος: Difference between revisions
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(big3_11) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. διηέρ- A.R.2.227, 4.954, Triph.644, Q.S.11.456<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -ίη A.R.ll.cc., Q.S.l.c.]<br />[[que atraviesa el aire]], [[aéreo]]de las Harpías ὧδ' [[αἶψα]] διηέριαι ποτέονται tan rápidamente vuelan a través de los aires</i> A.R.2.227, de anim., Ach.Tat.1.12.3, 2.22.3, ταινίαι Opp.<i>C</i>.3.77, 4.391, 410, νῆα ... [[ἄλλοθεν]] ἄλλη πέμπε διηερίην A.R.4.954, πύργοι Triph.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. τῶν Νεφέλης παίδων ἐπὶ τοῦ κριοῦ τὴν διαέριον φυγήν Luc.<i>Salt</i>.42, μὴ θαυμάσῃς ... εἰ μετέωρα καὶ διαέρια δοκῶ σοι λαλεῖν Luc.<i>Icar</i>.1, οἶμος Q.S.l.c. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. διηέρ- A.R.2.227, 4.954, Triph.644, Q.S.11.456<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -ίη A.R.ll.cc., Q.S.l.c.]<br />[[que atraviesa el aire]], [[aéreo]]de las Harpías ὧδ' [[αἶψα]] διηέριαι ποτέονται tan rápidamente vuelan a través de los aires</i> A.R.2.227, de anim., Ach.Tat.1.12.3, 2.22.3, ταινίαι Opp.<i>C</i>.3.77, 4.391, 410, νῆα ... [[ἄλλοθεν]] ἄλλη πέμπε διηερίην A.R.4.954, πύργοι Triph.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. τῶν Νεφέλης παίδων ἐπὶ τοῦ κριοῦ τὴν διαέριον φυγήν Luc.<i>Salt</i>.42, μὴ θαυμάσῃς ... εἰ μετέωρα καὶ διαέρια δοκῶ σοι λαλεῖν Luc.<i>Icar</i>.1, οἶμος Q.S.l.c. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διᾱέριος:''' -ον, Ιων. αντί [[διηέριος]], [[ψηλά]] στον αέρα, [[υπερβατικός]], [[υπερφυσικός]], [[εναέριος]], [[μάταιος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
v. sub διηέριος.
Greek (Liddell-Scott)
διᾱέριος: ἴδε ἐν λ. διηέριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui traverse les airs, aérien.
Étymologie: διά, ἀήρ.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): poét. διηέρ- A.R.2.227, 4.954, Triph.644, Q.S.11.456
• Morfología: [fem. -ίη A.R.ll.cc., Q.S.l.c.]
que atraviesa el aire, aéreode las Harpías ὧδ' αἶψα διηέριαι ποτέονται tan rápidamente vuelan a través de los aires A.R.2.227, de anim., Ach.Tat.1.12.3, 2.22.3, ταινίαι Opp.C.3.77, 4.391, 410, νῆα ... ἄλλοθεν ἄλλη πέμπε διηερίην A.R.4.954, πύργοι Triph.l.c.
•fig. de abstr. τῶν Νεφέλης παίδων ἐπὶ τοῦ κριοῦ τὴν διαέριον φυγήν Luc.Salt.42, μὴ θαυμάσῃς ... εἰ μετέωρα καὶ διαέρια δοκῶ σοι λαλεῖν Luc.Icar.1, οἶμος Q.S.l.c.
Greek Monotonic
διᾱέριος: -ον, Ιων. αντί διηέριος, ψηλά στον αέρα, υπερβατικός, υπερφυσικός, εναέριος, μάταιος, σε Λουκ.