ἀνίερος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίερος]], -ον)<br />[[ανόσιος]], [[βέβηλος]], αυτός που δεν σέβεται τα ιερά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ψευδοϊερέας, αυτός που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό [[λειτούργημα]]<br /><b>2.</b> ο μη [[χριστιανός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες<br /><b>2.</b> (για εξώγαμα [[παιδιά]]) μη [[νόμιμος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίερος]], -ον)<br />[[ανόσιος]], [[βέβηλος]], αυτός που δεν σέβεται τα ιερά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ψευδοϊερέας, αυτός που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό [[λειτούργημα]]<br /><b>2.</b> ο μη [[χριστιανός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες<br /><b>2.</b> (για εξώγαμα [[παιδιά]]) μη [[νόμιμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνίερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ανόσιος]], μη [[αγιασμένος]], [[βέβηλος]], σε Αισχύλ.· [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων, [[ανίερος]] εξαιτίας μη προσφερομένων θυσιών, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μη καθιερωμένος, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐερος Medium diacritics: ἀνίερος Low diacritics: ανίερος Capitals: ΑΝΙΕΡΟΣ
Transliteration A: aníeros Transliteration B: anieros Transliteration C: anieros Beta Code: a)ni/eros

English (LSJ)

ον,

   A unholy, unhallowed, A.Ag. 220,769, Supp.757; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων unhallowed because of the unoffered sacrifices, E.Hipp.146 (all lyr. passages); of a child born out of wedlock, Pl.R.461b.    II receiving no victims, Ἄρης E.Fr.992 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 236] unheilig, Aesch. Ag. 213. 746; δαίμων Suppl. 738 u. sonst; τύχη, Unglück, B. A. 13; νόθος καὶ ἀν. παῖς Plat. Rep. V, 461 b, nicht durch heilige Gebräuche geweiht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίερος: -ον, ὁ μὴ ἱερός, μὴ ἡγιασμένος, βέβηλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 220. 770, Ἱκ. 757· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, μὴ ἱερός, βέβηλος ἕνεκα τῶν μὴ προσενεχθεισῶν θυσιῶν, Εὐρ. Ἱππ. 147· ἅπαντα λυρικὰ χωρία. ΙΙ. ὁ μὴ καθιερωρείς, Πλάτ. Πολ. 461Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non consacré.
Étymologie: ἀ, ἱερός.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῑ-]
I 1no santo, impío θράσος A.A.769, μένος A.Supp.757, cf. A.220, τύχη Trag.Adesp.336b, ἀγών Ph.1.681, ἐπιθυμία Ph.2.235, del demonio, Eus.M.20.1420B, de los judíos ἀ. γενόμενοι Ath.Al.Fug.2.4 (p.69.12).
2 ilegítimo de un hijo καὶ ἀνίερον φήσομεν αὐτὸν παῖδα τῇ πόλει καθιστάναι Pl.R.461b.
II que no recibe víctimas Ἄρης E.Fr.992, ἀνίερος ἀθύτων πελάνων E.Hipp.146.
III adv. -ως sacrilegamente Dion.Ar.M.3.137A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνίερος, -ον)
ανόσιος, βέβηλος, αυτός που δεν σέβεται τα ιερά
μσν.
1. ψευδοϊερέας, αυτός που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό λειτούργημα
2. ο μη χριστιανός
αρχ.
1. αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες
2. (για εξώγαμα παιδιά) μη νόμιμος.

Greek Monotonic

ἀνίερος: -ον, I. ανόσιος, μη αγιασμένος, βέβηλος, σε Αισχύλ.· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, ανίερος εξαιτίας μη προσφερομένων θυσιών, σε Ευρ.
II. μη καθιερωμένος, σε Πλάτ.