βομβαύλιος: Difference between revisions
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βομβαύλιος]], ο (Α)<br />αυτός που κάνει [[βόμβο]] με τον αυλό, που ο [[ήχος]] του αυλού του [[είναι]] σαν του μπούρμπουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βόμβος]] <span style="color: red;">+</span> -[[αύλιος]] <span style="color: red;"><</span> [[αυλός]]]. | |mltxt=[[βομβαύλιος]], ο (Α)<br />αυτός που κάνει [[βόμβο]] με τον αυλό, που ο [[ήχος]] του αυλού του [[είναι]] σαν του μπούρμπουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βόμβος]] <span style="color: red;">+</span> -[[αύλιος]] <span style="color: red;"><</span> [[αυλός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βομβαύλιος:''' ὁ ([[βομβέω]], [[αὐλός]]), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το [[σουραύλι]]), με [[λογοπαίγνιο]] για τη [[λέξη]] [[βομβυλιός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:33, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for ἀσκαύλης,
A bagpiper, with play on βομβυλιός, Ar.Ach.866.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, Sackpfeifer (an αὐλητής u. βομβυλιός erinnernd), Ar. Ach. 831 Vesp. 107.
Greek (Liddell-Scott)
βομβαύλιος: ὁ, (βομβέω, αὐλὸς) κωμικὸν σύνθετον ἀντὶ τοῦ ἀσκαύλης, ὁ τὸν ἄσκαυλον παίζων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξ. βομβυλιός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 866, Σφηξ. 107.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.
Étymologie: βόμβος, αὐλός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ zumbaflautas comp. cóm. analóg. c. βομβυλιός Ar.Ach.866, Hsch.
Greek Monolingual
βομβαύλιος, ο (Α)
αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + -αύλιος < αυλός].
Greek Monotonic
βομβαύλιος: ὁ (βομβέω, αὐλός), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το σουραύλι), με λογοπαίγνιο για τη λέξη βομβυλιός, σε Αριστοφ.