ἐκπομπή: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐκπομπή]])<br />το να εκπέμπεται [[κάτι]], να εξαπολύεται ή να αποστέλλεται [[προς]] τα έξω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγωγή]] ακτινοβολίας από κάποια [[πηγή]] και διάδοσή της στον χώρο<br /><b>2.</b> [[μεταβίβαση]] ήχου και εικόνας με τη [[βοήθεια]] ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων<br /><b>3.</b> όρος της νεοπλατωνικής και της γνωστικής φιλοσοφίας που σημαίνει ότι από το απόλυτο εκπορεύονται με [[ακτινοβολία]] όλα τα σχετικά και από τον θεό όλα τα κατώτερα όντα, η [[απορροή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπομπή]], [[διώξιμο]] συζύγου<br /><b>2.</b> [[εξόρμηση]] για [[επιδρομή]].
|mltxt=η (AM [[ἐκπομπή]])<br />το να εκπέμπεται [[κάτι]], να εξαπολύεται ή να αποστέλλεται [[προς]] τα έξω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγωγή]] ακτινοβολίας από κάποια [[πηγή]] και διάδοσή της στον χώρο<br /><b>2.</b> [[μεταβίβαση]] ήχου και εικόνας με τη [[βοήθεια]] ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων<br /><b>3.</b> όρος της νεοπλατωνικής και της γνωστικής φιλοσοφίας που σημαίνει ότι από το απόλυτο εκπορεύονται με [[ακτινοβολία]] όλα τα σχετικά και από τον θεό όλα τα κατώτερα όντα, η [[απορροή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπομπή]], [[διώξιμο]] συζύγου<br /><b>2.</b> [[εξόρμηση]] για [[επιδρομή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπομπή:''' ἡ ([[ἐκπέμπω]]), [[αποστολή]], [[αποπομπή]], [[εκδίωξη]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπομπή Medium diacritics: ἐκπομπή Low diacritics: εκπομπή Capitals: ΕΚΠΟΜΠΗ
Transliteration A: ekpompḗ Transliteration B: ekpompē Transliteration C: ekpompi Beta Code: e)kpomph/

English (LSJ)

ἡ,

   A sending out or forth, λῃστῶν Th.3.51 (pl.) ; ἀποικιῶν Pl.Lg.740e.    II divorce, Antipho Soph.49 (pl.).

German (Pape)

[Seite 775] ἡ, das Aussenden, Abschicken, ἀποικιῶν, von Kolonien, Plat. Legg. V, 740 e; λῃστῶν, Streifzüge, Thuc. 3, 51; eines Gesandten, Pol. 23, 14, 11; γυναικός, Verstoßung, Antipho bei Stob. flor. 68, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπομπή: ἡ, τὸ ἐκπέμπειν, ἐξαποστέλλειν, λῃστῶν Θουκ. 3. 51· ἀποικιῶν Πλάτ. Νόμ. 740Ε. ΙΙ. διαζύγιον, διάζευξις, Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 envoi (de colonies);
2 αἱ ἐκπομπαί excursions, incursions (de brigands);
3 renvoi ; répudiation d’une femme, divorce.
Étymologie: ἐκπέμπω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. -ά FD 3.240.23 (II a.C.)
I 1c. gen. obj. envío, expedición τριήρων τε ... καὶ λῃστῶν Th.3.51, cf. Harp.s.u. ἀποστολεῖς, ἐ. ἀποικιῶν envío de expediciones colonizadoras Pl.Lg.740e, τούτου καὶ τῶν ... φίλων Plb.22.14.11, cf. 30.9.3, τῶν κληρούχων εἰς Οὐολούσκους D.H.6.44, τῶν τριακοσίων ἐκείνων Plu.2.861a, τῶν κατασκόπων Porph.ad Il.160.1
remesa τοῦ σίτου PWash.Univ.8.1 (VI d.C.).
2 repudio de la mujer en el matrimonio, Antipho Soph.B 49.
3 cien. emisión de rayos visuales οἱ δι' ἐκπομπὴν ἀκτίνων τιθέμενοι τὸ ὁρᾶν Them.in PN 12.18, cf. Phlp.in de An.325.2, τῆς ὄψεως Olymp.in Mete.236.19, op. εἰσδοχή ‘recepción’ αὕτη δὲ μόνη (ὅρασις) κατὰ ἐκπομπήν (ἐνεργεῖ) EM 133.24G.
expulsión ἐ. πνεύματος Steph.in Hp.Progn.224.10
econ. emisión de dinero u otros efectos para gasto público Cod.Iust.12.37.18, Iust.Edict.11.2
crist. c. gen. subjet. emisión, soplo Πνεύματος del Espíritu Santo, Didym.Eun.M.29.737A.
II licencia, marcha, despedida αὐτῶν de los 70 traductores del AT tras su visita a Ptolomeo Filadelfo, Aristeas 318, 319.

Greek Monolingual

η (AM ἐκπομπή)
το να εκπέμπεται κάτι, να εξαπολύεται ή να αποστέλλεται προς τα έξω
νεοελλ.
1. παραγωγή ακτινοβολίας από κάποια πηγή και διάδοσή της στον χώρο
2. μεταβίβαση ήχου και εικόνας με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
3. όρος της νεοπλατωνικής και της γνωστικής φιλοσοφίας που σημαίνει ότι από το απόλυτο εκπορεύονται με ακτινοβολία όλα τα σχετικά και από τον θεό όλα τα κατώτερα όντα, η απορροή
αρχ.
1. αποπομπή, διώξιμο συζύγου
2. εξόρμηση για επιδρομή.

Greek Monotonic

ἐκπομπή: ἡ (ἐκπέμπω), αποστολή, αποπομπή, εκδίωξη, σε Θουκ.