πλατεῖα: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(32) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πλατέα, η, Ν<br /><b>1.</b> <b>(πολεοδ.)</b> [[ακάλυπτος]], [[κοινόχρηστος]] [[χώρος]] [[μέσα]] στο πολεοδομικό [[σχέδιο]] ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο [[οποίος]] [[είναι]] [[ιδιοκτησία]] του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες [[οδούς]]<br /><b>2.</b> <b>θεατρ.</b> [[χώρος]] θεατών [[μπροστά]] από τη [[σκηνή]] θεάτρου ή την [[οθόνη]] κινηματογράφου με [[δάπεδο]] που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη [[σκηνή]] ώστε η τελευταία να [[είναι]] ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. [[πλατεία]] ([[οδός]]) του επιθ. [[πλατύς]]. | |mltxt=και πλατέα, η, Ν<br /><b>1.</b> <b>(πολεοδ.)</b> [[ακάλυπτος]], [[κοινόχρηστος]] [[χώρος]] [[μέσα]] στο πολεοδομικό [[σχέδιο]] ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο [[οποίος]] [[είναι]] [[ιδιοκτησία]] του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες [[οδούς]]<br /><b>2.</b> <b>θεατρ.</b> [[χώρος]] θεατών [[μπροστά]] από τη [[σκηνή]] θεάτρου ή την [[οθόνη]] κινηματογράφου με [[δάπεδο]] που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη [[σκηνή]] ώστε η τελευταία να [[είναι]] ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. [[πλατεία]] ([[οδός]]) του επιθ. [[πλατύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλᾰτεῖα:''' ἡ, βλ. [[πλατύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A v. πλατύς 11.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, s. unter πλατύς.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτεῖα: ἡ, ἴδε πλατύς.
French (Bailly abrégé)
fém. de πλατύς.
English (Strong)
feminine of πλατύς; a wide "plat" or "place", i.e. open square: street.
English (Thayer)
πλατείας, ἡ (feminine of the adjective πλατύς, namely, ὁδός (cf. Winer s Grammar, 590 (549))), a broad way, a street: Euripides, Plutarch, others; in the Sept. chiefly for רְחֹב.)
Greek Monolingual
και πλατέα, η, Ν
1. (πολεοδ.) ακάλυπτος, κοινόχρηστος χώρος μέσα στο πολεοδομικό σχέδιο ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο οποίος είναι ιδιοκτησία του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες οδούς
2. θεατρ. χώρος θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου με δάπεδο που έχει κλίση προς τη σκηνή ώστε η τελευταία να είναι ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πλατεία (οδός) του επιθ. πλατύς.
Greek Monotonic
πλᾰτεῖα: ἡ, βλ. πλατύς.