κνισωτός: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κνισωτός]], -ή, -όν (Α) [[κνίσα]]<br />αυτός που αναδίδει [[κνίσα]]. | |mltxt=[[κνισωτός]], -ή, -όν (Α) [[κνίσα]]<br />αυτός που αναδίδει [[κνίσα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κνῑσωτός:''' -ή, -όν ([[κνισόω]]), [[ατμώδης]], αυτός που αναδίδει [[τσίκνα]], λέγεται για [[θυσία]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A steaming, of a burnt sacrifice, A.Ch. 485.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσωτός: -ή, -όν, (κνισόω) ἀναδίδων κνῖσαν, ἐπὶ καιομένου θύματος, Αἰσχύλ. Χο. 485.
French (Bailly abrégé)
mieux que κνισσωτός;
ή, όν :
rempli d’une odeur de viande qui rôtit.
Étymologie: adj. verb. de κνισόω.
Greek Monolingual
κνισωτός, -ή, -όν (Α) κνίσα
αυτός που αναδίδει κνίσα.
Greek Monotonic
κνῑσωτός: -ή, -όν (κνισόω), ατμώδης, αυτός που αναδίδει τσίκνα, λέγεται για θυσία, σε Αισχύλ.