οἰκοδομητός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκοδομητός]], -ή, -όν (Α) [[οικοδομώ]]<br />οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=[[οἰκοδομητός]], -ή, -όν (Α) [[οικοδομώ]]<br />οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», <b>Στράβ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοδομητός:''' -ή, -όν, [[κτιστός]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομητός Medium diacritics: οἰκοδομητός Low diacritics: οικοδομητός Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗΤΟΣ
Transliteration A: oikodomētós Transliteration B: oikodomētos Transliteration C: oikodomitos Beta Code: oi)kodomhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A built, Str.3.3.7, 8.6.2.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, Στράβ. 155, 369.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bâti, construit.
Étymologie: οἰκοδομέω.

Greek Monolingual

οἰκοδομητός, -ή, -όν (Α) οικοδομώ
οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.).

Greek Monotonic

οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, σε Στράβ.