ὑπακοή: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(43)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπακοή]], ΝΜΑ [[υπακούω]]<br /><b>1.</b> το να υπακούει [[κανείς]], [[ευπείθεια]] (α. «[[υπακοή]] στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο [[τέλος]] της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. [[υπακοή]] κανόνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η [[συμμόρφωση]] [[προς]] τους κανόνες και τις επιταγές<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[μεταβολή]] μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως [[απόκριση]] στην [[πίεση]] που πηγάζει από μια [[μορφή]] εξουσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]] ή [[χορός]]<br /><b>2.</b> [[απάντηση]] σε [[προσευχή]].
|mltxt=η / [[ὑπακοή]], ΝΜΑ [[υπακούω]]<br /><b>1.</b> το να υπακούει [[κανείς]], [[ευπείθεια]] (α. «[[υπακοή]] στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο [[τέλος]] της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. [[υπακοή]] κανόνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η [[συμμόρφωση]] [[προς]] τους κανόνες και τις επιταγές<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[μεταβολή]] μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως [[απόκριση]] στην [[πίεση]] που πηγάζει από μια [[μορφή]] εξουσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]] ή [[χορός]]<br /><b>2.</b> [[απάντηση]] σε [[προσευχή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπᾰκοή:''' ἡ ([[ὑπακούω]]), [[υπακοή]], [[πειθαρχία]] σε [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰκοή Medium diacritics: ὑπακοή Low diacritics: υπακοή Capitals: ΥΠΑΚΟΗ
Transliteration A: hypakoḗ Transliteration B: hypakoē Transliteration C: ypakoi Beta Code: u(pakoh/

English (LSJ)

ἡ, (ὑπακούω)

   A obedience, Ep.Rom.5.19, PMasp.159.24 (vi A.D.); answer to prayer, LXX 2 Ki.22.36.

German (Pape)

[Seite 1181] ἡ, Gehorsam, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰκοή: ἡ, (ὑπακούω) Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Ἐκκλ. 2) ἐπῳδὸς ἢ χορός, Μεθόδ. 208C, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β, Χρυσ. V, 131Β. 3) Ἐν τῇ Λειτουργικῇ ὑπακοὴ κανόνος εἶναι τροπάριον ἀναγινωσκόμενον ἢ ᾀδόμενον ἐν τῷ τέλει τῆς τρίτης ᾠδῆς τοῦ κανόνος, [ὡς φαίνεται ἀρχικῶς ἡ ὑπακοὴ ἐλέγετο ἢ ἐψάλλετο ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἀναγνώστου ἢ τοῦ ψάλτου].

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
obéissance, soumission.
Étymologie: ὑπακούω.

English (Strong)

from ὑπακούω; attentive hearkening, i.e. (by implication) compliance or submission: obedience, (make) obedient, obey(-ing).

English (Thayer)

ὑπακοῆς, ἡ (from ὑπακούω, which see), obedience, compliance, submission (opposed to παρακοή): absolutely, εἰς ὑπακοήν, unto obedience i. e. to obey, Winer s Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); obedience rendered to anyone's counsels: with a subject. genitive, τῆς πίστεως (see πίστις, 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, τοῦ Χριστοῦ, ἁμαρτία, τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, ὑπακοή ὑμῶν, i. e. contextually, the report concerning your obedience, Sept., except in Aq. we findἐπί ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, where it bears its primary and proper signification of listening; see ὑπακούω.)

Greek Monolingual

η / ὑπακοή, ΝΜΑ υπακούω
1. το να υπακούει κανείς, ευπείθεια (α. «υπακοή στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)
2. εκκλ. τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο τέλος της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. υπακοή κανόνος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) η συμμόρφωση προς τους κανόνες και τις επιταγές
2. (κοινων.-ψυχολ.) η μεταβολή μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως απόκριση στην πίεση που πηγάζει από μια μορφή εξουσίας
αρχ.
1. επωδός ή χορός
2. απάντηση σε προσευχή.

Greek Monotonic

ὑπᾰκοή: ἡ (ὑπακούω), υπακοή, πειθαρχία σε κάτι, σε Καινή Διαθήκη