ληκύθιον: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληκύθιον]], τὸ (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> μικρό [[δοχείο]], [[φιαλίδιο]] για [[λάδι]] ή [[μύρο]]<br /><b>2.</b> ονομ. της τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο του <b>Αριστοφ.</b> <i>ληκύ</i>/<i>θιον απ</i>/<i>ώλεσ</i>/<i>εν</i> (Βάτρ. 1246).
|mltxt=[[ληκύθιον]], τὸ (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> μικρό [[δοχείο]], [[φιαλίδιο]] για [[λάδι]] ή [[μύρο]]<br /><b>2.</b> ονομ. της τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο του <b>Αριστοφ.</b> <i>ληκύ</i>/<i>θιον απ</i>/<i>ώλεσ</i>/<i>εν</i> (Βάτρ. 1246).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ληκύθιον:''' [ῠ], τό, υποκορ. του [[λήκυθος]], μικρή [[φιάλη]] λαδιού, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκύθιον Medium diacritics: ληκύθιον Low diacritics: ληκύθιον Capitals: ΛΗΚΥΘΙΟΝ
Transliteration A: lēkýthion Transliteration B: lēkythion Transliteration C: likythion Beta Code: lhku/qion

English (LSJ)

τό, Dim. of λήκυθος,

   A small oilflask, Ar.Ra.1200-1246, D.24.114, PTeb.221 (ii B.C.), Anon. ap. Suid., etc.    II name for the Trochaic hephthemimer, originating with the form ληκύθιον ἀπώλεσεν in Ar.l.c., Heph.6.2.

German (Pape)

[Seite 39] τό, dim. von λήκυθος, Oelfläschlein, Ar. Ran. 1200 ff., Dem. 24, 114 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ληκύθιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ λήκυθος, μικρὸν φιαλίδιον ἐλαίου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1200-1242 (πρβλ. λήκυθος Ι. 2), Δημ. 736. 7, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., κτλ. 2) = λήκυθος Ι. 2, Συνέσ. 55C. ΙΙ. ὄνομα τῆς τροχαϊκῆς ἑφθημιμερίδος λαβούσης τὴν ἀρχήν της ἐκ τοῦ τύπου, ληκύ

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fiole à huile.
Étymologie: λήκυθος.

Greek Monolingual

ληκύθιον, τὸ (Α) λήκυθος
1. μικρό δοχείο, φιαλίδιο για λάδι ή μύρο
2. ονομ. της τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο του Αριστοφ. ληκύ/θιον απ/ώλεσ/εν (Βάτρ. 1246).

Greek Monotonic

ληκύθιον: [ῠ], τό, υποκορ. του λήκυθος, μικρή φιάλη λαδιού, σε Αριστοφ.