παρεισπίπτω: Difference between revisions
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[εισπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[εισπίπτω]], [[εισορμώ]] [[κρυφά]] ή με δόλο<br /><b>2.</b> βρίσκομαι τυχαία στον δρόμο κάποιου. | |mltxt=Α [[εισπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[εισπίπτω]], [[εισορμώ]] [[κρυφά]] ή με δόλο<br /><b>2.</b> βρίσκομαι τυχαία στον δρόμο κάποιου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρεισπίπτω:''' αόρ. βʹ <i>-εισέπεσον</i>, [[εισέρχομαι]] [[πλαγίως]], [[μπαίνω]] [[κρυφά]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A get in by the side, steal in, Thphr.CP5.16.1, Luc.Jud.Voc. 11, etc.; -πεσόντες ἔλαθον D.H.7.11; esp. in war, εἰς τὰς πολιορκουμένας πόλεις Plb.1.18.3, cf. D.S.20.44, Str.14.1.38, Plu.Sert.3. II fall in the way of, Id.Luc. 17.
German (Pape)
[Seite 512] (s. πίπτω), daneben od. heimlich einfallen, sich heimlich hinein- od. hinzuschleichen; τῶν παρεισάγεσθαι καὶ παρεισπίπτειν εἰωθότων εἰς τὰς πολιορκουμένας πόλεις Pol. 1, 18, 3, u. öfter; Plut. Demetr. 7 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισπίπτω: εἰσέρχομαι πλαγίως ἢ λαθραίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 1, Λουκ., κτλ.· μάλιστα ἐν πολέμῳ, Πολύβ. 1. 18, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
tomber à l’improviste ou furtivement sur.
Étymologie: παρά, εἰσπίπτω.
Greek Monolingual
Α εισπίπτω
1. εισπίπτω, εισορμώ κρυφά ή με δόλο
2. βρίσκομαι τυχαία στον δρόμο κάποιου.
Greek Monotonic
παρεισπίπτω: αόρ. βʹ -εισέπεσον, εισέρχομαι πλαγίως, μπαίνω κρυφά, σε Πολύβ.