ξανθόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(27)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξανθόθριξ]], τριχος, ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, [[ξανθομάλλης]]<br /><b>2.</b> (για ίππο) [[καστανόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[θριξ]], <i>κυανό</i>-[[θριξ]])].
|mltxt=[[ξανθόθριξ]], τριχος, ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, [[ξανθομάλλης]]<br /><b>2.</b> (για ίππο) [[καστανόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[θριξ]], <i>κυανό</i>-[[θριξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξανθόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές [[τρίχες]], ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 275] τριχος, mit goldgelbem, blondem Haare; vom Menelaos, Theocr. 18, 1; von einem Pferde, Bacchyl. bei Schol. Pind. Ol. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὰς τρίχας, Σόλων 24· ξανθότριχα... Φερένικον Βακχυλ. V, 37 Blass, Θεόκρ. 18. 1.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blonds ou aux poils jaunes.
Étymologie: ξανθός, θρίξ.

Greek Monolingual

ξανθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης
2. (για ίππο) καστανόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ, κυανό-θριξ)].

Greek Monotonic

ξανθόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές τρίχες, ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.