δυσπόρευτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπόρευτος]], -ον (Α)<br />[[δυσκολοπέραστος]].
|mltxt=[[δυσπόρευτος]], -ον (Α)<br />[[δυσκολοπέραστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπόρευτος:''' -ον ([[πορεύομαι]]), [[δύσβατος]], [[δύσκολος]] ως προς τη [[διάβαση]], σε Ξεν.
}}
}}