κάτθεμεν: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[κατατίθημι]].
|auten=see [[κατατίθημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάτθεμεν:'''<b class="num">I.</b> Επικ. αντί κατα-[[θέμεν]], αʹ πληθ. αορ. βʹ του [[κατατίθημι]]· [[αλλά]]. <b>II.κατ-[[θέμεν]]</b> αντί κατα-[[θεῖναι]], απαρ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. ao.2 ind. épq. sync. de κατατίθημι.

English (Autenrieth)

see κατατίθημι.

Greek Monotonic

κάτθεμεν:I. Επικ. αντί κατα-θέμεν, αʹ πληθ. αορ. βʹ του κατατίθημι· αλλά. II.κατ-θέμεν αντί κατα-θεῖναι, απαρ.