κίσηρις: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[κίσσηρις]];<br />pierre ponce.<br />'''Étymologie:''' DELG on suppose un emprunt d’origine inconnue.
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[κίσσηρις]];<br />pierre ponce.<br />'''Étymologie:''' DELG on suppose un emprunt d’origine inconnue.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κίσηρις:''' [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, [[ελαφρόπετρα]], Λατ. [[pumex]], σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσηρις Medium diacritics: κίσηρις Low diacritics: κίσηρις Capitals: ΚΙΣΗΡΙΣ
Transliteration A: kísēris Transliteration B: kisēris Transliteration C: kisiris Beta Code: kishris

English (LSJ)

( κίσηλις PHolm.12.11, implied in Luc.Jud.Voc.4), εως (Luc.l.c., -ιδος Thphr. (v. infr.), cf. Choerob.in Theod.1.329 H.), ἡ,

   A pumice-stone, Ar.Fr.320.4, Alex.124.9, Arist.EN1111a13, Thphr.Lap.22, etc. [ῐ in Comm. ll.cc., AP6.295 (Phan.): κίσσηρις is erroneous in Thphr.l.c., Asp.in EN65.4.]

German (Pape)

[Seite 1442] εως, ἡ, u. ä., f. κίσσηρις.

Greek (Liddell-Scott)

κίσηρις: -εως, (Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4, ἀλλὰ -ιδος, Θεόφρ. κατωτ., πρβλ. Χοιροβ. ἐν Θεοδ. σ. 335), ἡ, ἐλαφρόπετρα, λατ. pumex, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 4, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 9, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17, Θεοφρ. π. Λίθ. 22, κτλ. ῐ παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 6. 295, ὥστετύπος κίσσηρις εἶναι πιθανῶς ἐσφαλμένος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mieux que κίσσηρις;
pierre ponce.
Étymologie: DELG on suppose un emprunt d’origine inconnue.

Greek Monotonic

κίσηρις: [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, ελαφρόπετρα, Λατ. pumex, σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).