οἰνών: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />cellier pour le vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />cellier pour le vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνών:''' -ῶνος, ὁ ([[οἶνος]]), κελάρι για [[φύλαξη]] κρασιού, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

οἰνών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9˙ οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D˙ οἰνεών, Γεωπ. 7. 7, 6˙ πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
cellier pour le vin.
Étymologie: οἶνος.

Greek Monotonic

οἰνών: -ῶνος, ὁ (οἶνος), κελάρι για φύλαξη κρασιού, σε Ξεν.