περιπόθητος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περιπόθητος]], -ον, ΝΜΑ<br />ο πολύ [[ποθητός]], [[πολυπόθητος]], προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... της γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποθητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[περιπόθητος]], -ον, ΝΜΑ<br />ο πολύ [[ποθητός]], [[πολυπόθητος]], προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... της γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποθητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπόθητος:''' -ον, υπερβολικά [[ποθητός]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόθητος Medium diacritics: περιπόθητος Low diacritics: περιπόθητος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: peripóthētos Transliteration B: peripothētos Transliteration C: peripothitos Beta Code: peripo/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A much-beloved, J.AJ16.11.8, Luc.Tim.12, DMort. 9.2, Chor.Proc.8: Comp., App.BC3.4; π. ταλαιπώρημα Secund. Sent.9.

German (Pape)

[Seite 588] sehr erwünscht, sehr ersehnt od. geliebt, Sp., wie Luc. Tim. 12; compar., App. B. C. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόθητος: -ον, ὡς καὶ νῦν, λίαν ποθητός, Λουκ. Τίμ. 12, Νεκρ. Διάλ. 9. 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très désiré ou très désirable.
Étymologie: περί, ποθέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / περιπόθητος, -ον, ΝΜΑ
ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... της γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποθητός (< ποθῶ)].

Greek Monotonic

περιπόθητος: -ον, υπερβολικά ποθητός, σε Λουκ.